- όδευση
- η (Α ὅδευσις) [οδεύω]1. πορεία, οδοιπορία2. διέλευσηνεοελλ.1. (σε περιόδους πολέμου ή πολιορκίας) α) πορεία διά μέσου οδευμάτωνβ) διάνοιξη οδεύμα-τος2. μέθοδος τής γεωδαισίας και τής τοπογραφίας για τον προσδιορισμό τών γεωγραφικών συντεταγμένων διαφόρων διαδοχικών σημείων τής επιφάνειας τής Γης3. φρ. α) «όδευση ανεξάρτητη»(τοπογρ.) όδευση κατά την οποία τα άκρα τής τεθλασμένης γραμμής επιλέγονται ανεξάρτητα από τον προσανατολισμόβ) «όδευση ανοιχτή»(τοπογρ.) όδευση κατά την οποία η αρχή και το τέλος τής γραμμής δεν συμπίπτουνγ) «όδευση ημιεξαρτημένη»(τοπογρ.) όδευση κατά την οποία η θέση τού ενός άκρου τής γραμμής είναι γνωστήδ) «όδευση κλειστή»(τοπογρ.) όδευση κατά την οποία η αρχή και το τέλος τής γραμμής συμπίπτουν.
Dictionary of Greek. 2013.